σμύρη

σμύρη
η και σμύριδα, η ορυκτό που χρησιμοποιείται για τη λείανση επιφανειών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σμύρη — η, Ν βλ. σμύρις …   Dictionary of Greek

  • σμύριδα — Ορυκτό που περιέχει κρυστάλλους αλουμίνας, μεγάλης σκληρότητας και χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Βασικό συστατικό της σ. είναι το κορούνδιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, με τη μορφή σκόνης για τη λείανση μαρμάρων, αν υγρανθεί με νερό, και για… …   Dictionary of Greek

  • σμυριδεργάτης — ο αυτός που εξορύσσει σμύρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμυριδόπανο — το πανί επιχρισμένο με σμύρη για τη λείανση επιφανειών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σμύριδα — η βλ. σμύρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”